δακτυλιογλυφια

δακτυλιογλυφια
    δακτυλιογλυφία
    δακτῠλιο-γλῠφία
    ἥ резьба на перстнях, гравировальное или камнерезное искусство Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δακτυλιογλυφια" в других словарях:

  • δακτυλιογλυφία — δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc/acc dual δακτυλιογλυφίᾱ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιογλυφίᾳ — δακτυλιογλυφίαι , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem nom/voc pl δακτυλιογλυφίᾱͅ , δακτυλιογλυφία art of cutting gems fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλιογλυφία — η (AM δακτυλιογλυφία) [δακτυλιογλύφος] η επεξεργασία πολύτιμων λίθων για δαχτυλίδια …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιογλυφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλιογλυφία ή στον δακτυλιογλύφο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»